γυμναστή

γυμναστή
beden eğitimi öğretmeni

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γυμναστῇ — γυμναστής trainer of professional athletes masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Καλλιπάτειρα — (5ος αι. π.Χ.). Κόρη του Ρόδιου Ολυμπιονίκη Διαγόρα και αδελφή των επίσης Ολυμπιονικών Δαμάγητου, Ακουσίλαου και Δωριέα. Σύμφωνα με την παράδοση η K., εξαιτίας της έντονης επιθυμίας της να παραβρεθεί στον θρίαμβο του γιου της Πεισίροδου,… …   Dictionary of Greek

  • Πεισίρροδος — Ολυμπιονίκης από τη Ρόδο, γιος του Καλλιάνακτα και της Καλλιπάτειρας, που νίκησε στους πυγμαχικούς αγώνες. Η μητέρα του, επιθυμώντας να δει τον θρίαμβο του γιου της, μεταμφιέστηκε σε γυμναστή, γιατί οι αρχαίοι Έλληνες απαγόρευαν την είσοδο των… …   Dictionary of Greek

  • Ταΐροφ, Αλεξάντρ Γιακόβλεβιτς — (ψευδώνυμο του Α.Γ. Κόρνμπλιτ, Ρόμνι 1885 – Μόσχα 1950). Ρώσος σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου. Ερασιτέχνης ηθοποιός στα φοιτητικά του χρόνια, αφού πήρε το δίπλωμά του αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη σκηνοθεσία. Τον Δεκέμβριο του 1914… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”